- συνιππευς
- συνιππεύςσυν-ιππεύς-έως ὅ товарищ по службе в коннице Dem.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
συνιππεύς — comrade in cavalry service masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνιππεύς — ὁ, Α [ἱππεύς] συστρατιώτης στο ιππικό, συνάδελφος στο ιππικό … Dictionary of Greek
συνιππεῖς — συνιππεύς comrade in cavalry service masc acc pl συνιππεύς comrade in cavalry service masc nom/voc pl (parad form) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)